- ἀλεκτορίδα
- ἀλεκτορίςhenfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… … Dictionary of Greek